Χειρότερη από την προηγούμενη η «ρύθμιση» για τα δημοτικά ΜΜΕ
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.ΣΥ) απέστειλε υπόμνημα στους καθ’ ύλην αρμόδιους Υπουργούς για το άρθρο 11 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών με τον τίτλο «Ρυθμίσεις για την Τοπική Ανάπτυξη, την Αυτοδιοίκηση και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση – Ενσωμάτωση Οδηγίας 2009/50/ΕΚ».
Για το επίμαχο άρθρο, που αφορά την τύχη των δημοτικών επιχειρήσεων ραδιοφωνίας και τηλεόρασης και μάλλον προξενεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιχειρεί να επιλύσει, η Ομοσπονδία έχει ζητήσει συνάντηση με τον υπουργό Επικρατείας, Π. Καψή, με τον υφυπουργό Εσωτερικών, Π. Κουκουλόπουλο, και το Προεδρείο της ΚΕΔΕ, προκειμένου να διατυπώσει τις θέσεις της. Ωστόσο το υπουργείο Εσωτερικών, χωρίς να ακούσει τη γνώμη των εργαζομένων, κωφεύοντας στο αίτημα για ουσιαστικό διάλογο, κατέθεσε νέα ρύθμιση χειρότερη από την προηγούμενη.
Απαγορεύει, με κατηγορηματικό τρόπο, τη μεταφορά στο δήμο των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης ειδικού σκοπού (όπως το ραδιόφωνο και η τηλεόραση) εάν αυτή κλείσει.
Δεν αποσαφηνίζει το μέλλον των εργαζομένων σε αυτά. Εάν και πόσοι θα μεταφερθούν στους δήμους με ποια κριτήρια, με τι περιεχόμενο. Όσο για τα δεδουλευμένα των εργαζομένων, επαφίεται στην κρίση των εκκαθαριστών, να αποφασίσουν το χρόνο και το ποσό της εξόφλησης, παραπέμποντας ουσιαστικά σε χρόνιες καθυστερήσεις.
Η Π.Ο.Ε.ΣΥ στο υπόμνημά της διατυπώνει επιφυλάξεις ως προς την συνταγματικότητα της διάταξης, με την οποία ορίζεται ότι η δραστηριότητα των δημοτικών επιχειρήσεων ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, οι οποίες λύνονται, δεν μεταφέρεται. Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στην αρμοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης κατά ρητή επιταγή του Συντάγματος. Η νομοθετική παρέμβαση ελέγχεται ως προς την συμφωνία της με τον συνταγματικά κατοχυρωμένο πυρήνα της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 102 του Συντάγματος.
Η τύχη του προσωπικού των εν λόγω επιχειρήσεων δεν ρυθμίζεται με σαφή και ειδικό τρόπο. Η προτεινόμενη διάταξη κάνει μια αόριστη αναφορά «στις κείμενες διατάξεις», χωρίς να απαντά στα θέματα της διατήρησης της ειδικότητας, του μισθολογίου και της κοινωνικής ασφάλισης των προσωπικού των επιχειρήσεων αυτών. Οι ειδικές πτυχές του θέματος αγνοούνται πλήρως και η αβεβαιότητα των εργαζομένων επιτείνεται. Ακόμα και η καταβολή των δεδουλευμένων των εργαζομένων παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες (εισήγηση εκκαθαριστή, απόφαση του δημοτικού συμβουλίου).
Η Π.Ο.Ε.ΣΥ θεωρεί ότι η διάταξη του άρθρου 11 του νομοσχεδίου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθώς θα σημάνει το τέλος των δημοτικών μέσων ενημέρωσης στη χώρα μας, τα οποία – παρά τις στρεβλώσεις και τις αδυναμίες τους – συμβάλλουν στην ανάδειξη των τοπικών υποθέσεων και στην εμπέδωση της δημοκρατίας και του κοινωνικού ελέγχου σε τοπικό επίπεδο.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Π.Ο.Ε.ΣΥ.
Με την παράκληση να αναρτηθεί, να μεταδοθεί και να δημοσιευθεί.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 11 ΤΟΥ Σ/Ν ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ «Ρυθμίσεις για την Τοπική Ανάπτυξη, την Αυτοδιοίκηση και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση – Ενσωμάτωση Οδηγίας 2009/50/ΕΚ»
Στο κατατεθέν την 26η Μαρτίου 2012 στη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης νομοσχεδίου «Ρυθμίσεις για την Τοπική Ανάπτυξη, την Αυτοδιοίκηση και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση – Ενσωμάτωση Οδηγίας 2009/50/ΕΚ» του Υπουργείου Εσωτερικών συμπεριλήφθηκε διάταξη για τις δημοτικές επιχειρήσεις ραδιοφωνίας ή τηλεόρασης (άρθρο 11) η οποία αποκλίνει από την αντίστοιχη διάταξη που είχε προς δημόσια διαβούλευση. Ειδικότερα, το «νέο» άρθρο 11 αναφέρει:
«Άρθρο 11
Δημοτικές επιχειρήσεις με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού
1. Σε περίπτωση λύσης υφιστάμενων δημοτικών επιχειρήσεων με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού η τηλεοπτικού σταθμού, η δραστηριότητά τους δε μεταφέρεται.
2.Οφειλές των ανωτέρω επιχειρήσεων στο Ελληνικό Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και προς τρίτους, περιλαμβανομένων και των δεδουλευμένων αποδοχών του προσωπικού τους, ανεξαρτήτως αν αυτό μεταφέρεται ή όχι, μπορούν να καταβάλλονται από τον οικείο ΟΤΑ, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά το στάδιο της εκκαθάρισής τους, ή μετά το πέρας αυτής, έπειτα από σχετική εισήγηση των εκκαθαριστών και αιτιολογημένη απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του.
3. Όσον αφορά το προσωπικό των ως άνω επιχειρήσεων εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις.»
Το άρθρο 11 του νομοσχεδίου πριν την αιφνιδιαστική τροποποίησή του είχε την ακόλουθη διατύπωση:
«Άρθρο 11
Δημοτικές επιχειρήσεις με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού
1. Σε περίπτωση λύσης υφιστάμενων δημοτικών επιχειρήσεων με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού, η δραστηριότητά τους δε μεταφέρεται.
2. Με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, είναι δυνατό να μεταφερθεί προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των ανωτέρω επιχειρήσεων που λύονται, σε υπηρεσίες του οικείου δήμου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτού, ανάλογα με τις ανάγκες τους.
3. Για τη μεταφορά του προσωπικού ισχύουν οι κείμενες διατάξεις.
4. Το μεταφερόμενο προσωπικό καταλαμβάνει θέσεις ειδικότητας που εξυπηρετεί τις ανάγκες του φορέα υποδοχής, εφόσον κατέχει τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα σύμφωνα με το ισχύον προσοντολόγιο.
5. Η σύσταση των θέσεων και η κατάταξη του μεταφερόμενου προσωπικού γίνεται σύμφωνα με τις οργανικές διατάξεις του φορέα υποδοχής.
6. Η προϋπηρεσία του μεταφερόμενου προσωπικού στην επιχείρηση από την οποία μεταφέρεται, αναγνωρίζεται για κάθε συνέπεια.
7. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η απόφαση λύσης των δημοτικών επιχειρήσεων με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού πρέπει να έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέχρι 31.12.2012.
8. Οφειλές των ανωτέρω επιχειρήσεων προς το Ελληνικό Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και προς τρίτους, περιλαμβανομένων και των δεδουλευμένων αποδοχών του προσωπικού τους, ανεξαρτήτως εάν αυτό μεταφέρεται ή όχι, μπορούν να καταβάλλονται από τον οικείο ΟΤΑ, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά το στάδιο της εκκαθάρισής τους, ή μετά το πέρας αυτής, έπειτα από σχετική εισήγηση των εκκαθαριστών και αιτιολογημένη απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του.»
Η ρύθμιση αυτή αφορά 12 δημοτικές επιχειρήσεις ραδιοφωνίας (4 στην Αθήνα, 3 στην Θεσσαλονίκη, 1 Λάρισα, 1 Βόλο, 1 στη Τρίπολη, 1 στα Γιάννενα, 1 στην Ξάνθη) και μία δημοτική επιχείρηση τηλεόρασης (στην Θεσσαλονίκη).
Η μη δυνατότητα μεταφοράς της δραστηριότητας των λυθεισών δημοτικών επιχειρήσεων ραδιοφωνίας ή τηλεόρασης θέτει κατ’ αρχήν ζήτημα συμφωνίας με το άρθρο 102 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. Υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Νόμος καθορίζει το εύρος και τις κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους επιμέρους βαθμούς. […]»
Αυτό δεν σημαίνει ότι η δημοτική ραδιοφωνία και τηλεόραση αποκτούν συνταγματική κατοχύρωση. Τίθεται, όμως, το ζήτημα εάν η δραστηριότητα αυτή, η οποία έχει μεγάλη σημασία για τη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων, έχει κοινωφελή χαρακτήρα και λειτουργεί πέραν των αμιγώς ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων της αγοράς, μπορεί να παύσει να υφίσταται με νομοθετική διάταξη, ακόμη και αντίθετα στη βούληση των Δημοτικών Συμβουλίων. Διότι, ναι μεν ο νόμος ορίζει το εύρος των τοπικών υποθέσεων, πρέπει όμως αυτός να ερμηνεύεται σε συμφωνία με το Σύνταγμα και την συνταγματική κατοχύρωση της τοπικής αυτοδιοίκηση (άρθρο 102 Συντάγματος). Στο άρθρο 102 του Συντάγματος κατοχυρώνονται τα ουσιώδη συστατικά της τοπικής αυτοδιοίκησης, με πρωτεύουσα, φυσικά, τη «διοίκηση των τοπικών υποθέσων».
Πέραν αυτού ανεπαρκής είναι και η λύση που δίνει η παράγραφος 2 του άρθρου 11 του νομοσχεδίου, καθώς παραπέμπει την καταβολή των δεδουλευμένων των εργαζομένων σε υπό εκκαθάριση ή λυθείσα επιχείρηση σε εισήγηση του εκκαθαριστή και απόφαση του δημοτικού συμβουλίου με πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, δηλαδή σε μια χρονοβόρα διαδικασία, η οποία παραγνωρίζει την σημασία του μισθού για την προσωπικότητα και την αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου. Η αξιολογική αντινομία που προκύπτει στην έννομη τάξη από τη διάταξη αυτή, καθίσταται εμφανής εάν ληφθεί υπόψη ότι η καταβολή του μισθού και κάθε είδους αποδοχών, που πηγάζουν από την εργασιακή σχέση, προστατεύεται και ποινικά ήδη από το έτος 1945 (άρθρο μόνο ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ. 1 ν. 2336/1995).
Τέλος, η παράγραφος 3 του άρθρου 11 του νομοσχεδίου πρέπει να επαναδιατυπωθεί με τρόπο, που να καθορίζει επαρκώς και με σαφήνεια τις εφαρμοστέες διατάξεις, καθώς ειδικά όσον αφορά το προσωπικό των εν λόγω δημοτικών επιχειρήσεων παραμένουν ανοιχτά ζητήματα, όπως η διατήρηση της ειδικότητας, το μισθολόγιο και το ασφαλιστικό καθεστώς. Η αόριστη διατύπωση του νομοσχεδίου δεν επιλύει αυτά τα ζητήματα, τα οποία –φρονούμε – πρέπει να αντιμετωπιστούν ειδικά ένα προς ένα.